-
1 τιμάις
-
2 τιμᾶις
-
3 τιμαίς
-
4 τιμαῖς
-
5 τιμά
1 honour given or shown to gods or men, cf. Fränkel, D & P, 555.Χάρις ἐπιφέροισα τιμὰν O. 1.31
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15
Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμ-πίοιο τιμάν O. 14.12
ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.48
εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει P. 2.59
θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.69
τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν P. 4.108
“ οὐ πρέπει νῷν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.26
Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5
τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.31
ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.10
ἕπεται ( ἐπέβα coni. Wil.)δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ N. 10.38
“ οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” (v. Latte, Hermes, 1931, 38) N. 10.78 γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (“en rendant homage a ce vaillant,” Puech) I. 1.34εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα, τιμὰν ἑπταπύλοις Θήβαισι τεύχοντ I. 1.66
ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα (sc. Θεία), τιμὰν ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι θαυμασταὶ πέλονται “kraft deiner Würde,” Fränkel I. 5.6 ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) I. 5.54τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26
τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν ὑμνήσομεν; the honour done to Dionysos, which gives joy to many fr. 29. 5.ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον κτάνεν Pae. 6.118
τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι honours won by horses fr. 221. 2. and so, favour, “ σὺν τιμᾷ θεῶν” P. 4.51θεῶν τιμαῖς P. 4.260
-
6 τιμή
I worship, esteem, honour, and in pl. honours, such as are accorded to gods or to superiors, or bestowed (whether by gods or men) as a reward for services,τιμῆς ἔμμοροί εἰσι Od.8.480
;ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Il.1.510
; ;ἐν δὲ ἰῇ τ. ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός 9.319
, cf. 4.410;ἐν τ. σέβειν A.Pers. 166
(troch.);ἐν τ. ἄγεσθαί τινας Hdt.1.134
; ἐν τ. τίθεσθαι or ἄγειν τινά, Id.3.3, Pl.R. 538e;ἐν τιμαῖς ἔχειν Philem.199
;τιμαῖς αὐξήσας τινάς X.Cyr.8.8.24
; τιμὴν νεῖμαι, ἀπονέμειν τινί, S.Ph. 1062, Pl.Lg. 837c; τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν pay due regard, S.Aj. 1351; τιμὰς ὤπασας, πορών, A.Pr.30, 946; , etc.; ;τὸ πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει E.Hipp. 329
;τινὶ τιμὰς προσάπτειν S.El. 356
;ἀφύων τιμὴν περιάψας Ar.Ach. 640
(anap.); τ. εὑρίσκεσθαι, δέκεσθαι, Pi.P.1.48, 8.5; ;τιμὰς ἔχειν Hdt.2.46
, etc.;πρός τινος Id.1.120
;ἐν μεγάλῃτιμῇ εἶναι X.An.2.5.38
; τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν, S.Ant. 699, El. 364 (v.l.); οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται paid to them by the young, X.Mem.2.1.33: c. gen., χωρὶς ἡ τ. θεῶν the honour due to them, A.Ag. 637, cf. Ch. 200;τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν S.Ant. 745
;τιμαὶ δαιμόνων E.Hipp. 107
: τιμῇ with honour, honourably, S.OC 381 codd.; τιμῆς ἕνεκα as a mark of honour, X.An.7.3.28;τιμῇ προέξουσ' S.Ant. 208
.2 honour, dignity, lordship, as the attribute of gods or kings, Il.1.278, 9.498, etc.;θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς Od.5.335
;τ. βασιληΐς Il.6.193
, cf. Hes.Th. 393, Pi.P.4.108, A.Eu. 228 (pl.);Περσονόμος τ. μεγάλη Id.Pers. 919
(anap.); δίθρονος.. καὶ δίσκηπτρος τ. Id.Ag.44 (anap.): generally, like γέρας, prerogative or special attribute of a king, and in pl. his prerogatives, Od.1.117, Hes.Th. 203, Thgn.374, S.OT 909 (lyr.), etc.; βασιλικαὶ τ. imperial prerogatives, Hdn.7.10.5; (anap.).3 a dignity, office, magistracy, and in pl., civic honours (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1281a31
), Hdt.1.59, etc.; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τ. Pl.Ap. 35b, cf. Ti. 20a, etc.;μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τ. διώκειν Th.2.63
;τιμὴν ἔχειν X.Cyr.1.3.8
, etc.;τὴν τιμὴν εἴληχε Pl.Phlb. 61c
; οἱ ἐν τιμαῖς men in office, E.IA19 (anap.), cf. Isoc.9.81;ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9
; τιμὰς ἴσχειν hold the office of τιμοῦχος (q.v.), Jahresh.12.136 (Erythrae, v/iv B.C.): generally, office, task,ἄχαρις τιμή Hdt.7.36
:—also,b a person in authority, an authority, κλῦτε δὲ Γᾶ (Ahrens for τὰ)χθονίων τε τιμαί A.Ch. 399
(lyr.); καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει yield to authorities, S.Aj. 670.4 present of honour, compliment, offering, e.g. to the gods, Hes.Op. 142, A.Pers. 622; reward, present,ἢ ἀργύριον ἢ τιμή Pl.R. 347a
; τιμαὶ καὶ δωρεαί ib. 361c;ὅσοι.. ἄλλην τινὰ δωρεὰν ἢ τ. ἔχουσιν παρὰ τῶν Λεβεδίων SIG344.22
(Teos, iv B.C.); τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς .5 ἡ Δάου τ. 'the worthy D.', Herod. 5.68.II of things, worth, value, price, h.Cer.132, IG12.349.10, 15, al.; ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα at a price, Hdt.7.119;τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Lys.22.12
;πρίασθαι D.21.149
;δεκαπλάσιον τῆς τ. ἀποτίνειν Pl.Lg. 914c
; ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. ib.a; δύο εἰπεῖν τ. to name two prices, ib. 917b; ἀξιοῦν τι τ. τινός ib.d;περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Lys.22.15
; ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; Ar.Ach. 895; ἑστηκυῖαι τ. fixed prices, PTeb.703.176 (iii B.C.); ὑπὲρ τιμῆς πυροῦ payment of money representing the value of wheat, Ostr. 663 (ii A.D.), al.2 valuation, estimate, for purposes of assessment,τοῦ κλήρου Pl.Lg. 744e
: generally,ὁ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Arist.Rh. 1391a1
.III compensation, satisfaction, penalty,τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ.. πρὸς Τρώων Il.1.159
, cf. 5.552; ἀποτινέμεν, τίνειν τιμήν τινι, pay or make it, 3.286, 288;τιμὴν ἄγειν Od.22.57
;Πάτροκλον, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ' ἐνθάδε τιμῆς Il.17.92
, cf. Od.14.70, 117; οὐ σὴ.. ἡ τ. the penalty is not yours, Pl.Grg. 497b. (The spelling [ τῑ- notτει- IG12.347.33
, etc.] and the majority of the senses show that τιμή is cogn. with τίω 'value, honour'; sense 111 perh. arose from a later association with τίνω.) -
7 τῑμή
τῑμή, ἡ, 1) die Schätzung, Werthschätzung, Achtung, Ehrenbezeigung, Ehre, die Einer bei Andern genießt; Hom. u. Folgde überall; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ, Il. 17, 251; πᾶσι γὰρ ἀνϑρώποισιν ἐπιχϑονίοισιν ἀοιδοὶ τιμῆς ἔμμ οροί εἰσι καὶ αἰδοῠς, Od. 8, 480; ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσϑλός, sie stehen in gleicher Ehre, Il. 9, 319; τιμὴ ϑεῶν, die Würde der Götter, Od. 5, 335; αἱ τιμαὶ αὐτοῖς καὶ τὰ ἱερὰ τὰ παρὰ τῶν ἀνϑρώπων ἠφανίζετο, Plat. Conv. 190 c; τιμὴ βασιληΐς, Il. 6, 193, Königswürde; auch ohne Zusatz, die Herrschaft, Od. 1, 11711, 338. 503; vgl. Böckh v. l. Pind. P. 4, 106; σκῆπτρον τιμάς τ' ἀπ ο-συλᾶται, Aesch. Prom. 171; übh. Vorrang, Vorrecht, das Einer seines Standes wegen genießt, wie γέρας, das Ehrenamt das einer jeden Gottheit zugetheilt ist und das sie als eigenthümliches Vorrecht genießt, Hes. Th. 203; H. h. Cer. 328; εἴϑ' ὅςτις ϑεῶν ταύτην τὴν τιμὴν εἴληφε τῆς ξυγκράσεως, Plat. Phil. 61 c; vgl. Valck. Hipp. 107 u. Hemsth. Luc. D. D. 26, 1; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς, Plat. Apol. 35 b; παῖδας καταλιπόντες ἐν ταῖς μεγίσταις τιμαῖς, Legg. X, 900 a, vgl. Rep. VIII, 549 c Tim. 20 a. – Uebh. Amt, Geschäft, Seidl. Eur. El. 988; ἐκβάλλειν τινὰ τῆς τιμῆς, Xen. Cyr. 1, 3, 9; τὰς ἐούσας τιμάς, die bestehenden Aemter, Beamten, Her. 1, 59. – Auch Ehrengeschenk, z. B. der Götter, Hes. O. 141; Ehrengabe, Belohnung, οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν, Soph. Ant. 695; Wolf Dem. Lpt. 233. – Uebh. Ehre, ἔχει τιμὰν σταδίου, Pind. νικον τιμὰν δέκευ, 8, 5, βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης, Aesch. Prom. 30, u. öfter; κοὔ ποτ' ἐξ ἐμοῠ τιμὴν προέξουσ' οἱ κακοὶ τῶν ἐνδίκων, Soph. Ant. 708; Eur. u. Ar.; u. in Prosa: δώροις καὶ τιμαῖς ταῖς πρεπ ούσαις τιμηϑείς, Plat. Legg. XII, 953 d; τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος, Phaed. 113, d, τιμὴν νομίζειν τι, Etwas für eine Ehre halten, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) Schätzung einer Sache, Abschätzung, Bestimmung ihres Werthes oder Preises, auch der Preis selbst, bes. hoher Preis, Her. 7, 119; τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν, für denselben Preis verkaufen, Lys. 22, 12; τῶν ἠγορασμένων, Is. 8, 23; τὰς τιμὰς τῶν ἀνδραπόδων ὠνουμένων εἶχε, Dem. 27, 13; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω, Plat. Legg. XI, 914 b; ὁπόσης ἂν τιμῆς ἀξιώσῃ τὸ πωλούμενον 917 d; ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, Xen. An. 7, 5, 2, πρίασϑαι τῆς αὐτῆς τιμῆς, Dem. 21, 149 u. öfter, Preis. – Bes. auch der Werth von etwas Geraubtem oder Zerstörtem und der danach bestimmte Schadenersatz, Entschädigung, Buße, von Geldstrafen, ἄρνυσϑαί τινι τιμήν, Einem Genugthuung verschaffen, Il. 1, 159. 5, 552, τίνειν od. ἀποτίνειν τιμήν τινι, Einem Genugthuung leisten, ihm die Buße, den Schadenersatz entrichten, Il. 3, 286. 288. 459; eben so ἄγειν τιμήν, Od. 22, 57; vgl. noch Plat. Gorg. 497 b. Daher auch das Strafen, Rachenehmen, ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς Ἴλιον εἰς εὔπωλον, Od. 14, 70. 117. – Die Schätzung, der Census, ἔστω πενίας μὲν ὅρος ἡ τοῠ κλήρου τιμή, Plat. Legg. V, 744 d.
-
8 τιμή
τιμή, ῆς, ἡ (s. τιμάω; Hom.+; loanw. in rabb.).① the amount at which someth. is valued, price, value (s. ApcMos 18 νόησον τὴν τιμήν τοῦ ξύλου Eden’s tree) esp. selling price (Hdt. et al.; O. Wilck II, 318, 3; POxy 1382, 18 [II A.D.]) συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν (s. συμψηφίζω) Ac 19:19. Also concrete the price received in selling someth. 5:2. W. the gen. of that for which the price is paid (Is 55:1; Jos., Vi. 153, Ant. 4, 284; TestZeb 3:2) ἡ τιμὴ τοῦ χωρίου the price paid for the piece of ground vs. 3. ἡ τιμὴ τοῦ τετιμημένου (τιμάω 1) Mt 27:9. τιμὴ αἵματος the money paid for a bloody deed (αἷμα 2a), blood money vs. 6. Pl. (Diod S 5, 71, 3; 6=prize, price, reward) τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων Ac 4:34. τὰς τιμὰς αὐτῶν the prices that they received for themselves 1 Cl 55:2.—W. the gen. of price ᾧ (by attr. of the rel. for ὅ) ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου which Abraham had bought for a sum of silver Ac 7:16. Abs. τιμῆς at or for a price, for cash (Hdt. 7, 119; PTebt 5, 185; 194; 220 [118 B.C.]; BGU 1002, 13 δέδωκά σοι αὐτὰ τιμῆς.—B-D-F §179, 1; Rob. 510f; Dssm., LO 275f [LAE 323f]) ἠγοράσθητε τιμῆς 1 Cor 6:20; 7:23 (ἀγοράζω 2).—οὐκ ἐν τιμῇ τινι Col 2:23 may be a Latinism (cp. Ovid, Fasti 5, 316 nec in pretio fertilis hortus; Livy 39, 6, 9; Seneca, Ep. 75, 11. See Lohmeyer ad loc.) are of no value (NRSV). See also s.v. πλησμονή.—GBornkamm, TLZ 73 ’48, col. 18, 2 observes that τ. here has nothing to do with ‘honor’, as it does in the expr. ἐν τιμῇ εἶναι X., An. 2, 5, 38; Herodian 4, 2, 9; Arrian, Anab. 4, 21, 10; Lucian, De Merc. Cond. 17.② manifestation of esteem, honor, reverenceⓐ act., the showing of honor, reverence, or respect as an action (X., Cyr. 1, 6, 11; Diod S 17, 76, 3; Herodian 4, 1, 5; 2 Macc 9:21; Just., A I, 13, 1; Tat. 32, 1; Ath. 30, 2; Theoph. Ant. 1, 11 [p. 82, 5]; usually as a commendation for performance; s. Reader, Polemo 280) 1 Ti 6:1. ταύτῃ τῇ τιμῇ τιμήσωμεν τ. υἱὸν τοῦ θεοῦ GPt 3:9. So perh. τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι Ro 12:10 (s. προηγέομαι 3). Pl. οἵ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν ἡμᾶς Ac 28:10 (cp. Diod S 11, 38, 5 τιμαῖς ἐτίμησε τὸν Γέλωνα; OGI 51, 13 τοὺς τοιούτους τιμᾶν ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς; Jos., Ant. 20, 68. In 1 Th 4:4 τιμή may well be understood in this sense, if σκεῦος refers to a female member of the household; s. also c.—For the τιμαί that belong to the physician, s. Sir 38:1; s. 3 below). Of the demonstrations of reverence that characterize polytheistic worship (OGI 56, 9 αἱ τιμαὶ τῶν θεῶν; Himerius, Or. 8 [=23], 11 ἡ θεῶν τιμή.—S. Orig., C. Cels. 8, 57, 29) Dg 2:8; Judean worship 3:5a.ⓑ pass. the respect that one enjoys, honor as a possession. The believers are promised τιμή 1 Pt 2:7 (it is given them w. Christ, the λίθος ἔντιμος vs. 6) but see 4 below; cp. IMg 15. τιμὴν ἔχειν be honored (Hdt. 1, 168) J 4:44; Hb 3:3. τιμήν τινι (ἀπο)διδόναι Ro 13:7; 1 Cor 12:24; Rv 4:9 (w. δόξαν). τιμήν τινι ἀπονέμειν (Ath. 32, 3) 1 Pt 3:7; 1 Cl 1:3; MPol 10:2. τιμήν τινι περιτιθέναι 1 Cor 12:23. λαβεῖν τιμήν (w. δόξαν) 2 Pt 1:17; (w. δόξαν and δύναμιν; cp. FPfister, Philol 84, 1929, 1–9) Rv 4:11; 5:12 (w. δύναμις, as Plut., Mor. 421e: the divinity grants both of them if it is addressed by its various names). τ. τιμῆς μεταλαβεῖν Dg 3:5b. ἑαυτῷ τιμὴν περιποιεῖσθαι Hm 4, 4, 2 (w. δόξαν).—εἰς τιμήν for honor=to be honored σκεῦος, a vessel that is honored (or dishonored) by the use to which it is put Ro 9:21; 2 Ti 2:20f. εἰς τιμήν τινος for someone’s honor=that the pers. might be honored (Cornutus 28 p. 55, 7 εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος; OGI 111, 26 εἰς τιμὴν Πτολεμαίου; εἰς τιμὴν τῶν Αἰώνων Iren. 1, 5, 1 [Harv. I 42, 16]; εἰς τ. γονέων Did., Gen. 50, 21) IEph 2:1; 21:1, 2; IMg 3:2; ITr 12:2; ISm 11:2; IPol 5:2b; cp. vs. 2a (εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ κυρίου). On εἰς λόγον τιμῆς IPhld 11:2 s. λόγος 2c.—An outstanding feature of the use of τ., as already shown in several passages, is its combination w. δόξα (Dio Chrys. 4, 116; 27 [44], 10; Appian, Bell. Civ. 3, 18 §68; Arrian, Ind. 11, 1; Plut., Mor. 486b; Jos., Ant. 12, 118; Iren. 1, 2, 6 [Harv. I 23, 8]): of earthly possessions τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν Rv 21:26 (τιμή concr.=an object of value: Ezk 22:25). Of the unique, God-given position of the ruler 1 Cl 61:1, 2 (in the latter pass. w. ἐξουσία). Mostly of heavenly possessions: Ro 2:7 (w. ἀφθαρσία), vs. 10 (w. εἰρήνη); 1 Pt 1:7 (w. ἔπαινος); 1 Cl 45:8. Christ is (acc. to Ps 8:6) crowned w. δόξα and τιμή Hb 2:7, 9. God is called (amid many other predicates) φῶς, τιμή, δόξα, ἰσχύς, ζωή Dg 9:6.—Hence esp. in the doxological formulas (God as the recipient of τ.: Eur., Bacch. 323 θεῷ τιμὴν διδόναι; Paus. 9, 13, 2; Ps 28:1 [w. δόξα]; 95:7 [w. δόξα]; TestAbr B 14 p. 119, 3 [Stone p. 86]; ApcEsdr 7:16 [w. δόξα, κράτο]; Philo; Jos., C. Ap. 2, 206) 1 Ti 1:17 (w. δόξα); 6:16 (w. κράτος αἰώνιον); w. δόξα and κράτος Jd 25 v.l.; Rv 5:13 (w. δόξα et al.); 7:12 (w. δόξα et al.); 1 Cl 64 (w. δόξα et al.); 65:2 (w. δόξα et al.); MPol 20:2; 21 (both w. δόξα et al.).ⓒ as a state of being, respectability (cp. τίμιος 1c) 1 Th 4:4 (w. ἁγιασμός). If τιμή is here to be understood as a nomen actionis, the pass. belongs in a.ⓓ place of honor, (honorable) office (Hom. et al. [s. FBleek on Hb 5:4]; pap. In Joseph. of the high-priestly office: Ant. 12.42 Ἐλεαζάρῳ τῷ ἀρχιερεῖ ταύτην λαβόντι τὴν τιμήν; 157 and oft.) οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν no one takes the office of his own accord Hb 5:4.③ honor conferred through compensation, honorarium, compensation (testament of Lycon [III B.C.] Fgm. 15 W., in Diog. L. 5, 72, a physician’s honorarium; Sir 38:1; s. 2a above), so prob. 1 Ti 5:17 (MDibelius, Hdb. ad loc. and see s.v. διπλοῦς).—Mng. 2b is also poss. In that case cp. Ael. Aristid. 32, 3 K.=12 p. 134 D.: διπλῇ τιμῇ τιμῆσαι.—MGreindl (s. δόξα, end).④ a right that is specially conferred, privilege 1 Pt 2:7 (FDanker, ZNW 58, ’67, 96), difft. REB ‘has great worth’; NRSV ‘is precious’.—B. 825; 1143. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv. -
9 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
10 γάρ
γάρ particle, always in second or third position.1 not joined with other particles.a gives reason for what precedes.ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
(If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial state — and is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50
Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶτελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34
ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54
“ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων” P. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)λόχμᾳ P. 4.244
μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247
θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52
ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56
ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3
ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29
ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45
οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2
δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30
προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
ἄλοχονεὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62
πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28
ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7
May my poetry be effective.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96
τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17
καιρὸν εἰ φθέγ-ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82
With the help of Artemis he mastered his horses.ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9
νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38
“αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος” P. 4.48Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68
“οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” P. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσαν” P. 4.209ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34
ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6
“τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7
κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84
λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† N. 10.41ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33
Homer has perpetuated the fame of Aias.τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40
We sing the praise of the victorious sons of Lampon.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46
ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.c introduces narrative in elaboration of what precedes.—δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10
ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25
ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25
“φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαι” P. 4.102 “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256
ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281
ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83
Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9
ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60
καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65
ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17
ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47
You Graces are a source of pleasure to men.οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
cf. N. 7.24d after a verb of announcing or simm.κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13
Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5
“κέκλυτε. φαμὶ γὰρ” P. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263
ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1
εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60
e introduces an explanation of particular words.Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22
ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42
οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24
They won in different events. (but not in the pentathlon)οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
g introduces explanation in parenthesis.ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46
Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
h introduces the answer to a preceding question.τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79
cf. O. 6.8ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42
]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88
]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40
]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3
]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8
]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43 with apodosis suppressed.εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98
3 combined with other particles.a καὶ γάρ, καὶ γάρ.I for the fact is, emphasising the explanation.ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67
ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30
νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4
ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατισαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47
καὶ γὰρ:καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even. “καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ” P. 9.42καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34
καὶ γάρ:καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56
γ. introduces example, yes and, and furtherκαὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27
καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b introducing double reason.Iτε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
IIμὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48
τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25
cf. frag. Pae. 16.3IIIμὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272
c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but thenἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12
d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85
I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
-
11 γεραίρω
Aγέραιρον Il.7.321
: [tense] fut. γερᾰρῶ Jusj. ap. D.59.78, Epigr.Gr. 992 ([place name] Balbilla): [tense] aor. 1 ([place name] Tralles), APl. 4.183.7, Orph.A. 507,γέρηρα IG4.1475
(Epid.);ἐγέρᾱρα Pi.O.5.5
, N.5.8: ([etym.] γεραρός):—honour, reward with a gift, , cf. Od.14.437, 441, etc.: generally, honour,τινά Pi.O.3.2
: c. dat. modi, βωμοὺς ἑορταῖς ib.5.5;τινὰ ἐπινικίοις B.2.8
;γένος θεῶν γ. φωνῇ Ar. Th. 961
(lyr.);δώροις καὶ ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς X. Cyr.8.1.39
;στεφάνοις τοὺς νικῶντας Id.HG1.7.33
;ὃν.. ἐπεστεφάνωσε γεραίρων IG3.713
:—[voice] Pass.,τίμιος γεραίρεται E.Supp. 553
;τιμαῖς X.Cyr.8.8.4
.2 γεραίρει· τέρπει, Hsch.:—[voice] Pass., γεραιρόμενα μνίοισι prob. in Nic.Al. 396.3 reversely, γ. τινί τι present as an honorary gift, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσῳ Jusj. ap. D.l.c.II celebrate,τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Hdt. 5.67
;χορείαις θυσίαν Pl.Lg. 799a
, cf. Epin. 980b.—Not in early Prose, exc. Hdt., X., and Pl.: in later Prose, Ph.1.186, Arr.Ind.8.5 ([voice] Pass.), Porph.Abst.2.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεραίρω
-
12 Load
v. trans.Be loaded: also V. βρίθεσθαι.Be loaded with: P. and V. γέμειν (gen.).A weight enough to load three waggons: V. τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος (Eur., Cycl. 385).Loaded with money: P. πλήρης ἀργυρίου.Load with reproaches: P. ὀνείδεσι περιβάλλειν (Dem. 740). V. ἀράσσειν ὀνείδεσι; see Reproach, Abuse.Distress: P. and V. πιέζειν.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Load
-
13 πρόσθεν
πρόσθεν, ion. u. poet. auch πρόσϑε (vgl. Lob. Phryn. 284), – a) als praepos. = πρό, c. genit., – 1) vom Orte oder Raume, vor; Hom., Hes. u. Folgde; bes. vor Einem, zu seinem Schutze, zu seiner Vertheidigung, (σάκος) τὸ πρόσϑε στέρνοιο φέρων, Il. 7, 224. 16, 321; ὅςτε ἑῆς πρόσϑεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν, der für die Vaterstadt fällt, Od. 8, 524; Il. 21, 587, draußen, vor, πυλάων, πόλιος, 7, 145. 22, 464 u. sonst; Aesch. Spt. 507; u. übh. von der nächsten, unmittelbaren Nähe, Il. 19, 13; πρόσϑε ποδός, 23, 877; νῆσός τις ἔστι πρόσϑε Σαλαμῖνος τόπων, Aesch. Pers. 439, vgl. Eum. 46; εἰς τὸ πρόσϑεν σφῶν ϑεῖναι ἐπὶ τὴν γῆν, Plat. Rep. X, 618 a; Phil. 62 e. – 2) von der Zeit, vor, eher als, πρόσϑ' ἄλλων, eher als die Andern, Il. 2, 359; ἐάνπερ δεῠρ' ἐμοῠ πρόσϑεν μόλῃ, Aesch. Pers. 521; ἐμοί τε καὶ τῷ πρόσϑ' ἐμοῠ κεκτημένῳ, Soph. Phil. 769. – Zuweilen steht πρόσϑεν seinem gen. nach, Il. 4, 54. 16, 833; τῶν πρόσϑ' Ἰαπετοῖο πάϊς ἔχετ' οὐρανὸν εὐρύν, Hes. Theog. 746. – Πρόσϑεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 43. – b) häufiger als adv. ohne Casus, – 1) räumlich, vor, vorn; Hom. oft, auch bei Verbis der Bewegung, nach vorn, vorwärts, ἵππους πρόσϑε βαλεῖν, die Pferde vorwärts treiben, Il. 23, 572; auch πρόσϑε βαλεῖν = zuvorkommen, einholen, 23, 639; πρόσϑεν ἔχειν, zum Schutze vorhalten, Hom. oft c. dat., πρό σϑε δέ οἱ δόρυ τ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα, ihm zum Schutz, Il. 5, 300 (ein dat. steht auch dabei, als dat. commodi zu fassen, Il. 20, 95, ἥ οἱ πρόσϑεν ἰοῠσα τίϑει φάος, u. Od. 5, 452, πρόσϑε δέ οἱ ποίησε γαλήνην); so auch Tragg.: πρώρα πρόσϑεν ὄμμασιν βλέπουσ' ὁδόν, Aesch. Suppl. 697; ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσϑεν προελϑών, Plat. Prot. 339 b; ἡ εἰς τὸ πρόσϑεν κίνησις, Bewegung nach vorwärts, Tim. 40 b; παραγενέσϑαι εἰς τὸ πρόσϑεν, Xen. An. 3, 4, 38; εἰς τὸ πρόσϑεν προϊέναι, 2, 1, 2 u. Folgde, wie Pol. u. Plut. Uebtr., εἰ τοὺς ὄπισϑεν εἰς τὸ πρόσϑεν ἄξομεν, d. i. vorziehen, Soph. Ai. 1228; vgl. λέκτρα πρόσϑεν ϑήσειν λόγχης, Eur. Hec. 131; αἰσχρὰ κέρδη πρόσϑε τοῠ καλοῠ ζητεῖν, frg.; so πρόσϑεν ποιεῖσϑαι, Plat. Legg. V, 732 b; ἥ τι τῶν ὑστέρων εἰς τὸ πρόσϑεν τιμαῖς τάτ-τουσα, III, 697 c; u. so auch Folgde. – 2) von der Zeit, vormals, ehedem, zuvor; Hom. u. Hes. oft; οὐ πρόσϑεν, nicht eher, nicht früher, Od. 17, 7; οἱ πρόσϑεν ἄνδρες, die Männer der Vorzeit, Il. 9, 524; oft Tragg.: οὓς πρόσϑε Μαραϑὼν βαρβάρων ἀπώλεσεν, Aesch. Pers. 467; u. bei subst., τῶν πρόσϑε πόνων μνασαμένα, der frühern Leiden, Suppl. 51; τὸ πρόσϑεν, τὰ πρόσϑεν, Hom. u. Folgde, wie Aesch. Ag. 19. 1409; πρόσϑε ποτέ, Pind. Ol. 11, 31; πρόσϑε – πρίν, P. 2, 91 (vgl. Xen. Cyr. 6, 4, 11); auch πρόσϑεν ἤ, Soph. O. R. 736. 852; auch auf die Zukunft bezüglich, πότερα τἀμαυτοῠ κακὰ πρόσϑεν δακρύσω, O. C. 1257; τοῦ πρόσϑε Κάδμου, O. R. 268; auch τὸν πρόσϑε γεννηϑέντα, den ältern, O. C. 375; τὴν πρόσϑεν ἄνασσαν, Eur. Hec. 61; οἱ πρόσϑεν εἰρηκότες, Plat. Conv. 194 e; ἐν τῷ πρόσϑεν u. ἐν τοῖς πρόσϑεν, in dem Frühern, oft, wie ὁ πρόσϑεν λόγος, Xen. An. 3, 1, 1; ἡ πρόσϑεν ἡμέρα, 2, 3, 1; οἱ πρόσϑεν ἄρχοντες, 3, 2, 31; im Ggstz von τότε, Cyr. 1, 4, 25, von νῠν, 8, 8, 4; οὐ πρόσϑεν πρίν, 6, 4, 11; τεϑνάναι πρόσϑεν ἤ, An. 2, 1, 10; wie Pol. 3, 109, 8.
-
14 προ-κρίνω
προ-κρίνω, vorher urtheilen, entscheiden; mit folgendem acc. c. inf., Isocr. 4, 4; μάχην διὰ ἱππέων, die Schlacht durch die Reiterei entscheiden, ehe das Fußvolk dazukommt, D. Sic. 17, 19, v. l. προκινεῖν; bes. durch sein Urtheil den Vorzug geben, vorziehen, προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι, Eur. Phoen. 750; πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν, Hel. 47; τὰ προκεκριμένα, Her. 1, 56, τοῠτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι, Xen. Cyr. 2, 3, 8; προκρίνομαι εἶναι βέλτιστος, Apol. 21; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς προκρίνουσιν, Plat. Apol. 35 b; auswählen, ἐκ τῶν εἴκοσιν ἐτῶν οἱ προκριϑέντες, Rep. VII, 537 b, u. öfter; auch im med., τούτους ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον, ib. d, u. so pass. erwählt werden wozu, zu einem Ehrenamte, Xen. An. 6, 1, 17 Hell. 6, 5, 34 Thuc. 4, 60 Dem. u. Folgde; ἐκ πάντων, Pol. 1, 80. 12, u. sonst, wie Plut. u. Luc.
-
15 περι-έπω
περι-έπω (s. ἕπω), von allen Seiten darum herum sein, umgeben, behandeln, besorgen; ἅτε πολεμίους περιέπουσι αὐτούς, Her. 2, 69; impf. περιεῖπε, 1, 73; καί μιν Ἄμασις εὖ περιεῖπε, 2, 169; ὡς ἀνδράποδα, wie Sclaven behandeln, 7, 181; und aor., τρηχέως κάρτα περιέσπες αὐτούς, 1, 73. 114; τὸν παῖδα ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν, Einen mit Schmach behandeln, ihm Schmach anthun, 1, 115; u. im pass., τρηχέως περιείποντο, sie wurden hart behandelt, 7, 211; περιέφϑησαν τρηχέως ὑπ' αὐτῶν, 8, 27, vgl. 5, 1. 8, 18, öfter; auch so fut. med., περιέψεσϑαι ὡς πολεμίους, sie würden wie Feinde behandelt werden, 7, 149. Einzeln auch in attischer Prosa: μάλα περιεῖπ εν αὐτόν, ehrte ihn sehr, Xen. Mem. 2, 9, 5; τοῠτον ταῖς μεγίσταις τιμαῖς περιέπειν, Conv. 8, 38; τοῠτον ὡς φίλον, οὐχ ὡς δοῠλον περιέψομεν, behandeln, Cyr. 4, 4, 12; auch im pass., καλῶς περιείποντο, Hell. 3, 1, 16; einzeln bei Sp., wie Pol. ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες, 4, 10, 5; τὴν ἀρχήν, Luc. Mort. D. 12, 4; öfter Plut.; auch im med., wie Hdn. 5, 6, 16.
-
16 περίσεπτος
περίσεπτος, auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ ϑυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.
-
17 σεβίζω
σεβίζω, = σεβάζομαι, bes. verehren, bewundern; Pind. πόλιν, P. 5, 75; u. pass., σεβιζόμενοι ἐν ϑυσίαισι, I. 4, 29; u. Tragg.: ἥκω σεβίζων σὸν κράτος, Aesch. Ag. 249; Eum. 12; εἰ ϑέμις καὶ σὲ λι ταῖς σεβίζειν, Αἰδωνεῠ, Soph. O. C. 1554; ϑεοὺς τιμαῖς, O. C. 1011; auch τὲν εὐσεβίαν σεβίσασα, Ant. 934; oft Eur., z. B. εἰ σὸς πόσις καινὰ λέχη σεβίζει, Med. 155; εὐχαῖς ϑεούς, El. 196; Ar. Th. 106. 674; einzeln bei Sp., wie Luc. astrolog. 7; τινά τινος, Einen um einer Sache willen, Eur. El. 989. – Eben so auch im med., τοὺς ἀμφὶ Νεῖλον δαίμονας σεβίζομαι, Aesch. Suppl. 900; σεβίζου δ' ἱκέτας σέϑεν, 795; Ch. 899; auch σεβισϑείς ist wohl so activ zu nehmen bei Soph. O. C. 642.
-
18 τέρπω
τέρπω, aor. ἔτερψα, pass. τέρπομαι, aor. ἐτάρφϑην, Od. 6, 99. 19, 213, u. ἐτέρφϑην, 8, 131, wie ἐτάρπ ην, ταρπῆναι u. ταρπήμεναι, Hom. oft, davon conj. τραπείω statt ταρπῶ, im plur. τραπείομεν, Il. 3, 441. 14, 314 Od. 8, 292, u. med. mit Reduplikation τεταρπόμην, τεταρπώμεσϑα u. s. w., häufig bei Hom., u. ἐτερψάμην, τερψάμενος Od. 12, 188, τέρψαιτο h. Apoll. 153, gew. aor. II. med. ἐταρπόμην, alle in derselben Bdtg; – sättigen, befriedigen, laben, erquicken, auch vergnügen, ergötzen; vom Sänger, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων, Od. 17, 385; πεσσοῖσι ϑυμὸν ἔτερπον, 1, 107; τῇ (φόρμιγγι) ὅγε ϑυμὸν ἔτερπεν, Il. 9, 189; καὶ τὸν ἔτερπε λόγοις, 15, 393, erheitern, trösten; τὰ τέρποντα, Soph. O. C. 1219; ῥήματα τέρψαντα, 1283; τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ, Trach. 1236; αἱ 'ρεταὶ τέρπουσι τοὺς ξυνευνέτας, Eur. Andr. 207; τέρψαι φρένα, Heracl. 663, u. öfter; ἥτις μοῦσα τοὺς βελτίστους τέρπει, Plat. Legg. II, 658 e; ἥλικα τέρπειν τὸν ἥλικα, sprichwörtlich, gleich u. gleich gesellt sich gern, Phaedr. 240 c. – Häufiger im pass. od. med. sich sättigen, reichlich, bis zur Befriedigung genießen, τινός, ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὶ οἴνοιο, 9, 705, vgl. Od. 6, 99; ἐδωδῆς, 3, 70. 201; ὕπνου ταρπήμεναι, Il. 24, 3; εὐνῆς, Od. 23, 346; φιλότητος, 23, 300; ἥβης ταρπῆναι, der Jugend genießen, 23, 212; auch γόοιο, sich der Wehklage ersättigen, sich satt klagen, Il. 23, 10. 98. 24, 513 Od. 11, 212 u. öfter; übh. sich erfreuen, vergnügen, sich erquicken, τινί, woran, wie φόρμιγγι, μύϑοισιν, αὐδῇ, δαιτί, δίσκοισιν, γόῳ u. dgl.; auch ἐν ϑαλίῃς, 11, 603; Hes. O. 119; selten c. acc., οἴην μοῖραν τέρπεσϑαι, einen Theil genießen, frg. 56, 6; τέρπεσϑαι ὄνησιν, Eur. Med. 1041; Hom. setzt als bes. Bestimmungen hinzu : τέρπεσϑαι ϑυμῷ, Il. 19, 313 Od. 16, 26. 21, 105; ϑυμόν, Il. 21, 45, wie φρένα, 1, 474 Od. 4, 102. 8, 131 u. öfter; φρεσὶν ᾗσιν, Il. 19, 19 Od. 5, 74; ἐνὶ φρεσίν, 8, 368; τεταρπόμενος φίλον κῆρ, 1, 310; κατὰ ϑυμόν, Hes. O. 58. 360; ἀπάταισι ϑυμὸν τέρπεται, Pind. P. 2, 74; Tragg. λαμπάδι τερπόμεναι, Aesch. Eum. 994; τέρπεσϑαι δόμῳ, Soph. Phil. 458; τέκνοις τερφϑεὶς τοῖςδε, Soph. O. C. 1142; τιμαῖς, Eur. Alc. 54; oft auch mit partic., τέρπεται τιμώμενος, Bacch. 321 Phoen. 917 Andr. 1181; in Prosa: πῖνε καὶ τέρπου, Her. 2, 78; ταύταις ταῖς ἡδοναῖς τερπόμενος, Plat. Phil. 47 b; σκοπῶν, τί ἂν ἰδὼν ἢ τί ἀκούσας τερφϑείης, Xen. Mem. 2, 1, 24; Sp.
-
19 τῑμάω
τῑμάω, fut. pass. ist gew, τιμήσομαι, H. h. Apoll. 485 Soph. Ant. 210 Thuc. 2, 87 und sonst, vgl. Piers. Moer. 367, seltener ist τιμηϑήσομαι, Thuc. 6, 80 und Dem. 19, 223; Xen. Cyr. 8, 7, 15 ist das einzige Beispiel, wo τιμήσομαι akt. Bdtg hat, wenn da nicht zu ändern ist; – 1) werth achten, schätzen, ehren, ehrerbietig behandeln; Hom.; von der Ehrerbietung der Menschen gegen die Götter, Eltern, Vornehmen oder gegen Andere, gegen welche ein Pflichtverhältniß stattfindet: οἵ κέ ἑ δωτίνῃσι ϑεὸν ἃς τιμήσουσιν, Il. 9, 155; Od. 5, 36; oft auch med., οἳ δή μιν πέρι κῆρι ϑεὸν ἃς τιμήσαντο Od. 19, 280, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασϑ' ἐνὶ οἴκῳ 20, 129; u. pass., τίη δὴ νῶϊ τετιμήμεσϑα μάλιστα ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il. 12, 310, warum sind wir durch einen Ehrenplatz u. s. w. geehrt, σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσϑαι περὶ πάντων 9, 38; – auch von dem Benehmen der Eltern gegen die Kinder, lieb u. werth halten, Od. 14, 203. 15, 365, Hes. Th. 532; und der Götter gegen die Menschen, welche sie ehren, oder denen sie Ehre bei andern Menschen verleihen: ἔτι καὶ νῦν ἀϑάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνϑρώπους, Il. 23, 788; Ζεύς μιν τίμα καὶ κύδαινε, 15, 612, vgl. 17, 99; Od. 3, 379; Hes. Th. 81 Sc. 104; – τιμῆς τετιμῆσϑαι, einer Ehre werth gehalten werden, Il. 23, 649. – So auch Pind. und Tragg.: ἐξόχως τίμασεν, Ol. 9, 69; τετίμαται φίλος, I. 3, 77; ἐν μάχαις τιμώμενος, Ol. 2, 45; δαιμόνων τιμᾶν γένος, Aesch. Spt. 218; ἀλλ' ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ, 1037; öfter pass., χάρις τιμήσεται Διός, Ag. 567; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰςορᾷς ϑεούς; Soph. Ant. 288; τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρί; 640; ὦ γῆς μέγιστα τιμώμενοι, O. R. 1223; ὅςτις τιμᾷ μητέρα, Eur. Or. 1606; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; Phoen. 550, u. öfter; u. in Prosa überall: πᾶς τιμάτω τοὺς αὑτοῦ γεννήτορας, Plat. Legg. XI, 932 a; Ggstz ἀτιμάζω, Phaed. 64 d; τιμῶν καὶ σεβόμενος, Legg. V, 729 c; ὡς τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων, Phaedr. 252 d. – Durch ein Ehrengeschenk auszeichnen oder belohnen. Dem. oft; vgl. Wolf Lpt. 233; δώροις καὶ τιμαῖς πρεπούσαις τιμηϑείς, Plat. Legg. XII, 933 d; τιμᾶν καὶ κοσμεῖν, Xen. Cyr. 1, 3, 3. – Von Sachen, schätzen, werth halten; H. h. 24, 6; τίμα ὕμνου τεϑμόν, Pind. Ol. 7, 88; u. in Prosa, μαϑήματα τιμῶν, Plat. Rep. IX, 591 c. – 2) schätzen, abschätzen, den Werth bestimmen, taxiren; ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας, Pol. 2, 62, 7; Dem. ὅτι αὐτῆς εἴη ἐντῇ προικὶ τετιμημένα, in der Mitgift anstatt baares Geldes angeschlagen, 47, 57; c. gen., wie hoch, D. Sic. 12, 28; πλοῖα τετιμημένα χρημάτων, Thuc. 4, 26; auch im med., πολλοῠ τιμᾶσϑαι, hoch schätzen, Her. 3, 154; πρὸ παντὸς ἂν ἐτιμήσασϑε, Thuc. 3, 40, πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν, Plat. Conv. 174 d; οὐ πρό γε τῆς ἀληϑείας τιμητέος ἀνήρ, Rep. X, 595 e. – Vom Census des Vermögens, τετιμῆσϑαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών, Plat. Legg. XII, 955 d; ὑπὸ τὰς τετρακοσίας δραχμὰς τετιμημένοι, Pol. 6, 19, 2; μείζονος τιμᾶσϑαι, höher schätzen, Xen. Cyr. 2, 1, 13. – Vom Richter gebraucht, der den Angeklagten einer Buße werth schätzt und diese bestimmt, eine Geldstrafe bestimmen, dazu verurtheilen; τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν τὸν ἡττηϑέντα, Plat. Legg. VIII, 843 b; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης, IX, 879 b; τινί τινος oder τινά τινος, εἰ μὴ τοσούτου βούλεσϑέ μοι τιμῆσαι, Plat. Apol. 38 b, vgl. 37 c; Legg. IX, 880 c; pass. mit doppeltem gen, ἀργυρίου τιμηϑῆναι τῆς ὕβρεως, an Geld gestraft werden wegen thätlicher Mißhandlungen, Dem. 21, 47; τιμηϑῆναι ϑανάτου, 24, 103, vgl. 63, u. sonst; καταψηφίσασϑαι καὶ τιμᾶν αὐτῷ τῶν ἐσχάτων, Dem. 21, 102; Sp., οὐκ ἀπέκτεινε μὲν αὐτοὺς καίπερ καὶ τούτου τινῶν αὐτοῖς τιμησάντων, D. Cass. 44, 10; τιμᾶν περί τινος, über Einen richterlich erkennen, Dem. 21, 47; τὴν μακρὰν τιμᾶν τινι, Einen durch den langen Strich auf der Stimmtafel verurtheilen, Ar. Vesp. 106. – Med. in Strafe antragen, τιμᾶσϑαί τινι τὴν δίκην δεσμοῠ, ἀργυρίου, ϑανάτου, τῶν ἐσχάτων, bei der Klage auf Gefängnißstrafe, Geldstrafe, Todesstrafe gegen den Beklagten antragen, Plat. Apol. 36 b Gorg. 486 b Crit. 52 c; auch mit dem bloßen gen., τετιμημένος ἑαυτῷ ϑανάτου, Din. 1, 1; ἐτιμήσατο ὁ πάππ ος διακοσίων ταλάντων, Lys. 19, 48; τιμᾶσϑαί τινα, gegen Einen einen Strafantrag stellen, Plat. Legg. XII, 954 b; auch vom Verklagten, τούτου τιμῶμαι, ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως, Apol. 37 a; Dem. συνεχώρουν ὅσουπερ αὐτοὶ ἐτιμῶντο, 53, 18; ἐγὼ πάσχειν ὁτιοῦν τιμῶμαι, 8, 24.
-
20 καρτερός
καρτερός, = κρατερός, was zu vgl., stark, gewaltig, muthig, tapfer; Beiwort der Helden, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν, von Hektor, Il. 13, 316, vgl. 1, 178; c. inf., ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν 13, 483; ἐν πολέμῳ 9, 53; φάλαγγες Il. 5, 592; von Sachen, καρτερὰ ἔργα, Gewaltthaten, 5, 872; ὅρκος, gewaltiger, festbindender Schwur, 19, 108 Od. 4, 253; ἕλκος, starke, schwere Wunde, Il. 16, 517. – Von Helden auch Pind. Ol. 13, 81 N. 7, 26; ἀλαλά I. 6, 10; ὅρκος P. 4, 166; λίϑος, der gewaltige Stein, Ol. 1, 57; μέριμνα I. 7, 13; εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ Aesch. Spt. 500; καρτερὰ φρονήματα, der gewaltige, trotzige Muth, Prom. 207; καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, selbst das Gewaltige, Mächtige weicht den höheren Ehren, Soph. Ai. 635. – In Prosa oft mit πρός, z. B. καρτερὸς πρὸς τὸ λέγειν Plat. Theaet. 169 b; καρτερώτατος ἀνϑρώπων ἐστὶ πρὸς τὸ ἀπιστεῖν τοῖς λόγοις, er ist der hartnäckigste, Phaed. 77 a; καρτερὸς πρὸς πάντα Xen. Cyr. 1, 6, 25; ἐν πολέμοις Luc. D. Mort. 24, 1; καὶ ἐῤῥωμένος Tox. 10. – Bes. auch τινός, einer Sache mächtig, Herr u. Meister davon, herrschend, vgl. Od. 15, 553 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰϑάκης, ἀλλ' ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί; Theocr. 15, 94, u. bes. in sp. Prosa, wie Arr. An. 7, 11, 5 D. Hal. 5, 8. – Uebh. stark, fest, dauerhaft, haltbar; τεῖχος Her. 9, 9; Xen. Hell. 7, 4, 22; χωρίον Thuc. 5, 65; Sp.; μάχη, heftige, gewaltige Schlacht, Her. 1, 76. 8, 12, wie Sp., z. B. Plut. Alc. 31. – Τὸ καρτερόν, substantivisch, σϑένει κατὰ τὸ καρτερὸν ἀνασώσασϑαι τὴν ἀρχήν, durch Muth u. Gewalt, Her. 3, 65, vgl. 1, 212; οὐ κατ' ἰσχύν, οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν, δόλῳ δέ Aesch. Prom. 212; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι κατὰ τὸ κ. Ar. Ach. 597, wie Plut. Conv. 217 c; Sp.; τόλμης εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν, zum gewalt tigen Wagestück, Eur. Med. 394. – Adv. καρτερῶς, bes. Sp., καὶ βιαίως Luc. somn. 6.
См. также в других словарях:
τιμαῖς — τῑμαῖς , τιμή worship fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμᾶις — τῑμᾷς , τιμάω honour pres subj act 2nd sg τῑμᾷς , τιμάω honour pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. — γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. См. Рубище не дурак, а золото не мудрец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
рубище не дурак, а золото не мудрец — Ср. И в рубище почтенна добродетель. Карамзин. Ср. γένοιτο και απλουτος εν τιμαις ανήρ. И бедный человек может быть в почестях. Sophocl. fr. 783. См. бедность не порок. См. у мужика кафтан сер … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Рубище не дурак, а золото не мудрец — Рубище не дуракъ, а золото не мудрецъ. Ср. И въ рубищѣ почтенна добродѣтель. Карамзинъ. Ср. γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. Пер. И бѣдный человѣкъ можетъ быть въ почестяхъ. Sophocl. fr. 783. См. Бедность не порок. См. У мужика кафтан сер, да … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ATHENAE — civitas Graeciae inter Macedoniam et Achaiam, in ea litorali regione, quae olim Acta, dein Attica vocata. Hanc Osius quidam, secundum nonnullos, Acrisius aliis, Acteus Pausaniae in Atticis, vel ut communiter fertur, Cecrops primus condidit, unde… … Hofmann J. Lexicon universale
δαφνοφόρος — α, ο (Α δαφνηφόρος, ον) (για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος») νεοελλ. 1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες») 2. αυτός που φέρνει τις δάφνες τής δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος) αρχ. 1. όποιος… … Dictionary of Greek
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… … Dictionary of Greek
πελιγόνες — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (στους Μακεδόνες) «οἱ ἐν τιμαῑς» 2. (στους Λάκωνες και Μασσαλιώτες) «γέροντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιγάνες] … Dictionary of Greek