Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἐν τιμαῖς

См. также в других словарях:

  • τιμαῖς — τῑμαῖς , τιμή worship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμᾶις — τῑμᾷς , τιμάω honour pres subj act 2nd sg τῑμᾷς , τιμάω honour pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. — γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. См. Рубище не дурак, а золото не мудрец …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • рубище не дурак, а золото не мудрец — Ср. И в рубище почтенна добродетель. Карамзин. Ср. γένοιτο και απλουτος εν τιμαις ανήρ. И бедный человек может быть в почестях. Sophocl. fr. 783. См. бедность не порок. См. у мужика кафтан сер …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Рубище не дурак, а золото не мудрец — Рубище не дуракъ, а золото не мудрецъ. Ср. И въ рубищѣ почтенна добродѣтель. Карамзинъ. Ср. γένοιτο καὶ ἄπλουτος ἐν τιμαῖς ἀνήρ. Пер. И бѣдный человѣкъ можетъ быть въ почестяхъ. Sophocl. fr. 783. См. Бедность не порок. См. У мужика кафтан сер, да …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ATHENAE — civitas Graeciae inter Macedoniam et Achaiam, in ea litorali regione, quae olim Acta, dein Attica vocata. Hanc Osius quidam, secundum nonnullos, Acrisius aliis, Acteus Pausaniae in Atticis, vel ut communiter fertur, Cecrops primus condidit, unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαφνοφόρος — α, ο (Α δαφνηφόρος, ον) (για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος») νεοελλ. 1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες») 2. αυτός που φέρνει τις δάφνες τής δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος) αρχ. 1. όποιος… …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • επασκώ — ἐπασκῶ, έω (Α) [ασκώ] 1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.) 2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.) 3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν… …   Dictionary of Greek

  • πελιγόνες — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (στους Μακεδόνες) «οἱ ἐν τιμαῑς» 2. (στους Λάκωνες και Μασσαλιώτες) «γέροντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιγάνες] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»